ΟΧΙ

ΟΧΙ
ΟΧΙ και από τους Γερμανούς ΦΙΛΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Το δίκιο του… Λαφαζάνη




Του  Γιάννη Σιδέρη

Ως σχίσμα και σκληρός και ανειρήνευτος εμφύλιος στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ εξελήφθη στα ΜΜΕ η έκφραση των αντιρρήσεων που κατέθεσε ο Παναγιώτης Λαφαζάνης στην Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ την Κυριακή, για την προοπτική του κόμματος, τις συμμαχίες και τις υποψηφιότητες για την Ευρωβουλή.
Οι αιτίες σαφώς ανάγονται και στην εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων εκ μέρους κάποιων ΜΜΕ, αλλά νομίζω πρωτίστως στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις που έχει η ελληνική κοινωνία για το τι σημαίνει εσωκομματικός διάλογος. Γνωρίζει αφυδατωμένες συνελεύσεις, όπου ο αρχηγός και μερικά υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη (όταν το κόμμα είναι στην κυβέρνηση, κυβερνητικά στελέχη) ελάμβαναν τον λόγο προκειμένου να εξηγήσουν -δηλαδή να δικαιολογήσουν- τις πρακτικές της ηγεσίας, ενώ τα στελέχη υπέμεναν τη μακρόσυρτη διαδικασία, συνήθως άφωνα. Ανέμεναν τη σποραδική συγκρότηση των συνεδρίων να λάβουν τον λόγο και να εκφράσουν άποψη σε ώτα μη ακουόντων ή σε άδεια καθίσματα, καθότι το ενδιαφέρον περιοριζόταν στις ομιλίες των «πρωτοκλασάτων» – κατά πως το καθιέρωσε η πασοκική «γλωσσοπλασία».

Όσοι έχουμε παρακολουθήσει επαγγελματικά τέτοιες διαδικασίες, από τον καιρό του παλιού Συνασπισμού, αρχές της δεκαετίας του ‘90, δεν εξεπλάγημεν από την «ταραχή» της Κυριακής. Οι πολιτικές θέσεις του κόμματος πάντα ήταν αντικείμενο μέγιστου πολιτικού βασάνου. Ο προβληματισμός και η συμμετοχή γι’ αυτές, διέτρεχαν  όλο τον κορμό της οργάνωσης, από την ηγεσία ως την απώτατη επαρχιακή οργάνωση, τις εποχές που οι αντίστοιχες οργανώσεις άλλων κομμάτων περιορίζονταν στον ρόλο του αφισοκολλητή και του «γραφέα» συνθημάτων στους τοίχους.
Με αυτή την έννοια η -τότε λεγόμενη- ανανεωτική Αριστερά, συγκροτούσε ένα κόμμα μελών-στελεχών (Χαρακτηριστική ήταν η πολύμηνη εσωκομματική διαδικασία το ’98, για την στάση απέναντι στην «Συνθήκη του Άμστερνταμ», όπου ενεργοποιήθηκε το «Διαρκές Συνέδριο» του κόμματος, τα κείμενα έφτασαν στις οργανώσεις, διαμορφώθηκαν, επέστρεψαν, και τα εκ νέου διαμορφωμένα ψηφίστηκαν από την Κ.Ε. εν μέσω έντονης εσωκομματικής διαπάλης).
Αυτή η κουλτούρα συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης στην κεντρική «γραμμή», εξακολουθεί κατά πως φαίνεται να μπολιάζει τη συλλογική συνείδηση του ΣΥΡΙΖΑ, και περιποιεί τιμήν του – αν και φαίνεται ότι η παρούσα ηγεσία να προσπαθεί να ξεπεράσει κατά τι, τις συλλογικές διαδικασίες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν ανακοινώθηκε το σύνολο των Ευρωβουλευτών, ώστε να αφεθεί στην διακριτική ευχέρεια του κ. Τσίπρα ο ορισμός κάποιων, οι οποίοι δεν θα περνούσαν από την κρισάρα της Κ.Ε.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Παναγιώτης Λαφαζάνης δήλωσε την άποψη που προκάλεσε την ανατριχίλα των ευρωπαϊστών, ότι «αν μια Κυβέρνηση της Αριστεράς εκβιαστεί από το ευρωπαϊκό κατεστημένο, όπως η Κύπρος, τότε δεν θα πρέπει να εγκαταλείψει το προοδευτικό πρόγραμμά της, αλλά να είναι έτοιμη, σε κάθε περίπτωση, να το εφαρμόσει ακόμα και εκτός Ευρωζώνης».
Είναι μια θέση που δεν θα έπρεπε να τύχει της τόσης απαρέσκειας και αυτόματης καταδίκης. Η συνεισφορά της έγκειται στο εξής: Οι μεγάλες τράπεζες και οι μεγάλες επιχειρήσεις του εξωτερικού που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, είχαν εναλλακτικό «plan Β», για την περίπτωση που η χώρα αναγκαζόταν να καταφύγει στη δραχμή. Σχέδιο είχαν και τα διεθνή γραφειοκρατικά ιερατεία της Ευρωζώνης και των διεθνών οργανισμών. Και μόνο η άμεσα ενδιαφερόμενη, η μακάρια χώρα μας, με τις ανεπαρκείς ηγεσίας, δεν εκπόνησε κάτι παρόμοιο… (σ.σ. υπενθυμίζεται ότι το Φθινόπωρο του 2011, όταν τα ιταλικά επιτόκια έφτασαν στα ύψη, ο Μπερλουσκόνι, είχε ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για να βγει η χώρα του από το ευρώ).
Αφετέρου, η ρήση Λαφαζάνη, αποκαθηλώνει την άκριτη λατρεία του ευρώ. Στη χώρα ποτέ δεν έγινε ουσιαστική θεωρητική συζήτηση ή τεχνικοοικονομική συζήτηση, μήπως – λέμε μήπως – θα συνέφερε η επιστροφή στη δραχμή. Το ευρώ από κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα έγινε εθνικό φετίχ, και κάθε φωνή που το αμφισβητούσε, αποστελλόταν πάραυτα στο πυρ το εξώτερον, στιγματιζόμενη ως εξτρεμιστική, ουτοπική, ιδεοληπτική, άκαιρη, καθυστερημένη.
Όμως, το μέλλον και όσα έρθουν -γιατί δεν τελειώσαμε με την κρίση- μπορεί να επιβάλλει έναν τέτοιο προβληματισμό, ως θεωρητική συζήτηση τουλάχιστον…